- άστυφος
- -η, -ο (Μ ἄστυφος, -ον) [στυφός]αυτός που δεν έχει στυφή γεύση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἄστυφος — not astringent masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄστυφον — ἄστυφος not astringent masc/fem acc sg ἄστυφος not astringent neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστύφους — ἄστυφος not astringent masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστύφων — ἄστυφος not astringent masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄστυφα — ἄστυφος not astringent neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄστυφοι — ἄστυφος not astringent masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άστειφτος — και άστυφτος και άστυφος, η, ο εκείνος που δεν έχει στειφτεί, που δεν τον έχουν στραγγίσει («άστειφτο λεμόνι», «άστειφτα ρούχα», «άστειφτο σφουγγάρι»). [ΕΤΥΜΟΛ. Η γραφή με ει προέρχεται από την ετυμολόγηση του τ. άστειφτος < στείβω «πατώ,… … Dictionary of Greek